Γράφει η Ελένη Φουντωτού, απόφοιτη Ψυχολογίας
Αυτό που διαφοροποιεί τη λεκτική μορφή κακοποίησης από αυτή της σωματικής, είναι πως η πρώτη δεν αφήνει εμφανή σημάδια στο άτομο. Τις περισσότερες φορές, δεν είναι καν ορατή σε αυτό ως μορφή βίας, ενώ οι συνέπειες της μπορεί να μην φανούν στο άμεσο μέλλον, αλλά όταν είναι ήδη πολύ αργά. Υπάρχουν, όμως, φορές που η λεκτική βία είναι χειρότερη από τη σωματική, γιατί τα τραύματα της πονάνε, όσος καιρός κι αν περάσει. Μπορεί να συνυπάρχει με την σωματική κακοποίηση ή και όχι, ενώ αποτελεί παράγοντα κινδύνου εμφάνισης της δεύτερης.
Η συζήτηση σχετικά με την ύπαρξη της λεκτικής κακοποίησης, έχει ξεκινήσει μόλις τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την έξαρση των περιστατικών βίας, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται πως η συγκεκριμένη μορφή κακοποιητικής συμπεριφοράς δεν υφίσταται.
Με ποιους τρόπους μπορεί να εμφανίζεται;
Θα πρέπει αρχικά να τονιστεί πως σκοπός του θύτη είναι να αποδυναμώσει το θύμα, να το κάνει να φαίνεται κατώτερο και να αναδείξει την δική του δύναμη, να αισθανθεί ο ίδιος ισχυρός με αυτόν τον τρόπο, όπως συμβαίνει και στις άλλες μορφές βίας. Και τις περισσότερες φορές το καταφέρνει. Σε αντίθεση με τη χρήση σωματική βίας, τα οποία αφήνουν στο θύμα, και εμφανή σημάδια, η λεκτική κακοποίηση μπορεί να εμφανιστεί με τις παρακάτω μορφές:
- Κριτική, η οποία αφορά την αρνητική αξιολόγηση του θύματος από τον θύτη. Μπορεί να σχετίζεται με διάφορα χαρακτηριστικά τα οποία ο σύντροφος του, τα βρίσκει αρνητικά, αλλά ακόμα και με τις επιλογές ή και τον τρόπο ζωής που επιλέγει το θύμα. Τις περισσότερες φορές οι επικριτικές φράσεις λεκτικής κακοποίησης ξεκινούν με τη λέξη “εσύ”, δηλώνοντας έτσι την άμεση επίθεση προς τον στόχο με σκοπό να του προκαλέσει ενοχές και να τον μειώσει.
- Υποβιβασμός και υπονόμευση του θύματος. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο θύτης αισθάνεται πιο δυνατός όταν μειώνει το θύμα του. Γι’αυτό και παρατηρείται συχνά να προσπαθεί να μειώσει το θύμα με κάθε αφορμή ή ακόμα και να προσπαθεί να το κάνει να ενστερνιστεί τις δικές του απόψεις, διαγράφοντας έτσι τον πραγματικό του εαυτό.
- Απειλές και διαταγές, οι οποίες πολλές φορές μπορεί να συνοδεύονται και από βρισιές με σκοπό να εκφοβίσουν το θύμα, προκειμένου να πράξει όπως το έχει διατάξει ο θύτης. Οι απειλές μπορεί να είναι και άμεσες “κάνε αυτό που σου λέω, αλλιώς ….” ή έμμεσες “οι άλλοι θα σε θεωρούν αναξιόπιστο άτομο αν δεν κάνεις αυτό που σου είπα”.
- Αστεία, τα οποία όμως πληγώνουν το θύμα. Τότε δεν μπορούν να λέγονται αστεία, επειδή συνοδεύονται από ένα “πλάκα έκανα”, αλλά κακοποιητική συμπεριφορά.
Το τραύμα της λεκτικής κακοποίησης
Σύμφωνα με τις παραπάνω μορφές λεκτικής βίας που αναφέρθηκαν, γίνεται φανερό πως η ίδια δεν αφήνει φανερά σημάδια στο θύμα. Αφήνει όμως σημάδια στην ψυχή του ατόμου, τα οποία μένουν στο πέρασμα του χρόνου και το βασανίζουν, σε αντίθεση με τη σωματική βία. Αυτή η επώδυνη μορφή βίας μπορεί να διαστρεβλώσει την αντίληψη της πραγματικότητας του θύματος και να πλήξει την αίσθηση της αυτο-αποτελεσματικότητάς της. Είναι πολύ συχνό, θύματα λεκτικής κακοποίησης, να τα βάζουν με τον εαυτό τους, πιστεύοντας πώς τα ίδια φταίνε γι΄αυτό που βιώνουν. Ακόμη, ενώ από τη μία αντιμετωπίζουν κακοποίηση, από την άλλη μπορεί ο θύτης να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του, κάνοντας έτσι το θύμα να αισθάνεται πώς δεν έχει τον έλεγχο και δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα συναισθήματα του.
Στατιστικά, η ψυχολογία των θυμάτων που βιώνουν λεκτική βία, είναι χειρότερη από αυτά που βιώνουν σωματική, καθώς μειώνεται η αυτοπεποίθηση τους και αποδυναμώνονται σταδιακά. Αυτό συμβαίνει διότι, η δεύτερη ακολουθεί έναν κύκλο φάσεων έντασης με μεσοδιαστήματα ηρεμίας και μεταμέλειας, ενώ η πρώτη σταδιακά κλιμακώνεται.
Μπορεί, λοιπόν, η λεκτική κακοποίηση να μην μπορεί να αποδειχθεί τις περισσότερες φορές, αλλά τα αποτελέσματα της είναι καταστροφικά για το άτομο. Ό,τι και να έχει γίνει, κανείς δεν αξίζει τη λεκτική βία. Η ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης, είναι αυτό που θα βοηθήσει το κάθε άτομο που βιώνει κάτι παρόμοιο, να ξεφύγει από ένα τέτοιο τοξικό περιβάλλον.