Γράφει η Στέλλα Φουλούλη, απόφοιτη ψυχολογίας
Σε μια εποχή που όλα τρέχουν και αυτοπατοποιούνται, οι άνθρωποι αισθάνονται ολοένα και περισσότερο αγχωμένοι, ανήσυχοι για το μέλλον και τις ζωές τους. Ο καθένας όμως διαχειρίζεται διαφορετικά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις που συνάπτει και επιλέγει να συναναστρέφεται. Οτιδήποτε καταλήγει να κάνει, γίνεται για το δικό του συμφέρον και για την επιτυχία ή για αποδοχή και επιβίωση. Όποιος και να είναι ο λόγος, υπάρχουν φορές που η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να γίνει απρόβλεπτη. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον ταλανίζεται από κοινωνικά, πολιτικά αλλά και οικονομικά προβλήματα, οι πολίτες έχουν σταδιακά χάσει το ενδιαφέρον τους για συναίσθηση και αλληλοϋποστήριξη και έχουν ακολουθήσει περισσότερο ατομικιστικούς δρόμους και σκοπούς. Πολλές φορές μάλιστα, δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν βία για να επιτύχουν αυτό που θέλουν μη σκεπτόμενοι τις συνέπειες που επιφέρουν, τόσο στον εαυτό τους όσο και στην κοινωνία.
Όταν φτάνεις πλέον στην τραγική κατάσταση, όπου κάποιος σκοτώνει για μια θέση πάρκινγκ ή χτυπάει μέχρι θανάτου ένα παιδί επειδή έκανε θόρυβο και τον ενοχλούσε, καταλαβαίνουμε ότι το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο απ’ ότι φαίνεται, και διαταράσσει την ομαλή ροή της κοινωνικής ζωής. Η έλλειψη ελέγχου των παρορμητικών συναισθημάτων έχουν οδηγήσει την πλειοψηφία του κόσμου να συμπεριφέρεται ωμά και επιθετικά. Κάποιοι από τους λόγους που αποτελούν αιτία αυτής της συμπεριφοράς είναι αρχικά, τα διάφορα οικονομικά προβλήματα και η ανεργία που αντιμετωπίζει κάποιος στο στενό του περιβάλλον, τα οποία δεν του επιτρέπουν να ζήσει μια άνετη ζωή που θα επιθυμούσε, και σε συνδυασμό με τις επιρροές των κοινωνικών δικτύων, όπου η επίδειξη πλούτου και της τέλειας ζωής κυριαρχούν, γεννούν ζήλια, δημιουργούν κοινωνικές ανισότητες και ταυτόχρονα αναπτύσσουν συναισθήματα κατωτερότητας. Αυτόματα, η αυτο-αξία μειώνεται και οι τρίτοι ξαφνικά φαίνονται ως εχθροί, άνθρωποι επιφανειακοί και επικριτικοί που στόχο έχουν να σε οδηγήσουν στην εξαθλίωση. Συνεπώς η πιθανότητα ξεσπάσματος κάποιας επιθετικής συμπεριφοράς αυξάνεται δραματικά.
Πρόσθετα, μια διαταραγμένη ψυχική υγεία, άγχος, κατάθλιψη είτε σοβαρότερες ψυχικές διαταραχές αποδυναμώνουν το άτομο, το κάνουν έρμαιο των νοητών επιθυμιών και των έντονων συναισθημάτων. Συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει η γενική γνώση ότι δε λειτουργεί σωστά με τις σκέψεις και τη συμπεριφορά του ατόμου, αλλά δε γίνεται κάποια κίνηση για αποκατάσταση ή εύρεση βοήθειας από κάποιο ειδικό ψυχικής υγείας. Σε αυτό μπορούμε φυσικά να εντάξουμε και τις περιπτώσεις τραύματος από κάποια γεγονότα που επέδρασσαν πάνω στο άτομο, έμειναν άλυτα, θάφτηκαν στο ασυνείδητο του ατόμου και στο μέλλον ξεδιπλώθηκαν με βίαιο τρόπο.
Συμπληρωματικά, θα ήταν σημαντικό να αναφερθεί η έξαρση του φανατισμού ως φαινόμενο, που αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από κοινότητες είτε ομάδες ανθρώπων με διαφορετικές πολιτικές ή κοινωνικές αντιλήψεις. Έχει παρατηρηθεί επιθετική δραστηριότητα σε σχηματισμό ανοργάνωτο, – τυχαία άτομα στο δρόμο -, αλλά και οργανωμένο, -συμμορίες και φανατικές ομάδες -, εναντίον πολιτών που βρίσκονται στο δρόμο τους και θεωρούνται εμπόδια ή εχθροί. Το χαρακτηριστικό της ομαδικής συσπείρωσης σε αυτές τις περιπτώσεις ωστόσο, είναι ότι λειτουργεί σαν μια δράση ένδειξης δύναμης και ανωτερότητας, που παράλληλα προσφέρει ασφάλεια στα μέλη και ενισχύει την αυτοπεποίθηση. Τα βίαια αποτελέσματα τα βιώνουν τα ανυποψίαστα θύματα, που πολλές φορές μάλιστα καταλήγουν να χάσουν και τη ζωή τους. Η επικράτηση του φανατισμού σε κάθε του μορφή, υποσκάπτει τα θεμέλια μιας ομαλής κοινωνικής συνοχής και συνύπαρξης, εμποδίζει την αποτελεσματική επικοινωνία και παγιώνει ιδεολογίες σε σημείο διάπραξης βιαιοτήτων.
Παρόλο που οι αιτίες της βίας μπορούν να είναι περισσότερες, οι προαναφερθέντες αποτελούν τις βασικότερες και λειτουργούν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις υπόλοιπες στη σημερινή ελληνική κοινωνία.
Σαν σημείωση ας τονιστεί ότι οι επιδράσεις αρχίζουν ήδη από την παιδική ηλικία, με την έκθεση σε ένα βίαιο περιβάλλον, είτε αυτό θα είναι το οικογενειακό είτε το ψηφιακό!
Πηγές:
https://doi.org/10.1111/hojo.12401
https://doi.org/10.1177/0011392112456478
Rupesinghe, K., & Correa, M. R. (Eds.). (1994). The culture of violence (Vol. 81). United Nations University Press.
Latest posts by Volunteer Team (see all)
- «Αγκαλιάζοντας» τον Νάρκισσο | Πώς να Αναγνωρίσετε και να Αντιμετωπίσετε την Τοξική Σχέση - 01/11/2024
- Ακραίες Επιθυμίες και Χαμένες Ταυτότητες | Μια Βουτιά στις Σχέσεις του Last Tango in Paris - 25/10/2024
- Ανάγκη για Αποδοχή και το Σύνδρομο του Καλού Παιδιού | Τεχνικές Διαχείρισης και Απελευθέρωσης - 21/10/2024