Γράφει η Παρασκευή Ξεσφίγγη, απόφοιτη Κοινωνιολογίας
Ο βασικός ορισμός που υπάρχει για την θυματοποίηση περιγράφει την κατάσταση στην οποία παραβιάζονται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του ατόμου καθώς και οποιαδήποτε πράξη συντελεί στην αποδιοργάνωση της σωματικής και ψυχικής του ευημερίας. Στην εγκληματολογία είναι η συμπεριφορά που τραυματίζει το άτομο σε σωματικό, ψυχολογικό, σεξουαλικό ή οικονομικό επίπεδο. Τα βασικά στάδια της θυματοποίησης είναι δύο. Η πρωτογενής θυματοποίηση που συμπεριλαμβάνει την εγκληματική πράξη στην οποία η σχέση αλληλεπίδρασης είναι μεταξύ του θύματος και του θύτη και η δευτερογενής θυματοποίηση όπου η σχέση του θύματος είναι πλέον μεταξύ αυτού και των τρίτων, δηλαδή της ποινικής δικαιοσύνης και του επίσημου κοινωνικόυ ελέγχου με όλους τους φορείς που τον σχηματίζουν.
Ο μειωτικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται το θύμα από τους δικαστές, δικαστικούς λειτουργούς, δικαστικούς επιμελητές, αστυνομικούς, εισαγγελείς και από την κοινωνία έχουν ως αποτέλεσμα την απροθυμία των πρώτων για αναφορά της βίας. Σύμφωνα με διεθνείς έρευνες οι διωκτικές Αρχές αναφέρουν ότι υπάρχει μεγάλο ποσοστό θυμάτων που δεν επιθυμούν να καταγγείλουν τα περιστατικά βίας με αποτέλεσμα ο σκοτεινός αριθμός τους να αυξάνεται συνεχώς. Συγκεκριμένα σύμφωνα με την φεμινιστική προσέγγιση τα θύματα τα οποία έχουν μια αρνητική εικόνα για το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης είναι εκείνα που παρουσιάζουν την μεγαλύτερη απροθυμία. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι τα αποτελέσματα της δευτερογενούς θυματοποίησης είναι μέρος της μη αναφοράς των περιστατικών άρα και της αύξησης του σκοτεινού αριθμού και τέλος της μη εξάλειψης του εγκληματικού φαινομένου.
Ποιοι είναι λοιπόν οι παράγοντες που δημιουργούν αυτό το φαινόμενο;
Ο χειρισμός των διωκτικών Αρχών οι οποίες χρησιμοποιούν πολλές φορές την διακριτική τους ευχέρεια με σκοπό να εξομαλύνουν την κατάσταση μεταξύ του θύτη και του θύματος χωρίς να συνειδητοποιούν την σοβαρότητα της εγκληματικής πράξης. Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα το θύμα να αισθάνεται μόνο και ανυπεράσπιστο και να αποκλείει κάθε σκέψη για αναφορά του περιστατικού τις επόμενες φορές. Έπειτα ο κοινωνικός στιγματισμός λειτουργεί επίσης ανασταλτικά καθώς η δημοσιότητα του περιστατικού ιδιαίτερα σε κλειστές κοινωνίες είναι συχνή. Το θύμα νιώθει να κρίνεται και να στιγματίζεται από την ίδια την κοινωνία. Το πιο σημαντικό όμως είναι η ανησυχία του θύματος πως θα κατηγορηθεί το ίδιο ως αιτία της πράξης και όχι ο θύτης. Ένας τρόπος επίλυσης του προβλήματος είναι η προσφυγή στην ποινική δικαιοσύνη παρόλα αυτά δεν επιλέγεται από τα θύματα. Σύμφωνα με το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης και περισσότερο με όσους δεν την επιλέγουν χαρακτηρίζεται ως χρονοβόρα και επίπονη. Αρχικά η γραφειοκρατία και η δυσλειτουργία του συστήματος καθιστούν την εικόνα της ποινικής δικαιοσύνης αδύναμη και πρακτικά αβέβαιη. Το θύμα αποκτά δεύτερες σκέψεις αφού αναζητά την απονομή του δικαίου και το σίγουρο αποτέλεσμα.
Δευτερευόντως έρχεται αντιμέτωπο με την δυσνόητη και περίπλοκη νομική γλώσσα χωρίς να του παρέχεται η άμεση βοήθεια και ενημέρωση από τις αρχές και το σύστημα. Πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρουμε τις αναβολές και τις καθυστερήσεις των δικαστηρίων που αποθαρρύνουν το θύμα στην προσφυγή του στις Αρχές και του προκαλούν δεύτερες σκέψεις. Μέσα σε όλα όσα αναφέραμε δεν μπορεί να απουσιάζει το οικονομικό κόστος τόσο των δικαστικών όσο και των δικηγορικών εξόδων που είναι τεράστιο και φέρει την ευθύνη του αποκλειστικά το θύμα χωρίς καμία ενίσχυση της πολιτείας. Με λίγα λόγια η επίλυση του εγκλήματος μέσω της ποινικής δικαιοσύνης μοιάζει αποθαρρυντική, επίπονη και δαπανηρή.
Το θύμα περνάει από μια ψυχολογική ταλαιπωρία και βιώνει μετατραυματικό στρες. Ενισχύεται η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα και ο φόβος ότι όχι μόνο δεν θα του απονεμηθεί το δίκαιο αλλά ότι θα νιώσει για δεύτερη φορά τον πόνο και την θλίψη. Αισθάνεται μόνο, ανυπεράσπιστο και πολλές φορές ένοχο για ότι του συμβαίνει.
Είναι απαραίτητο να υπάρξουν πολιτικές πρακτικές ώστε η πολιτεία και ο επίσημος κοινωνικός έλεγχος να προστατέψουν τα θύματα των εγκλημάτων, να προσφέρουν την ψυχολογική, οικονομική και ποινική υποστήριξη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης και ο περιορισμός της δευτερογενούς θυματοποίησης να γίνει πραγματικότητα.