Scroll Top

Η σκοτεινή πλευρά των καταγγελιών | Δεν είναι όλα τόσο απλά όσο φαίνονται

women's violence

Γράφει ο Γεώργιος Φλώρου, φοιτητής Ψυχολογίας

Ένα από τα συχνότερα σχόλια που θα δει ή ακούσει κανείς μετά από κάποιο ακραίο περιστατικό βίας είναι το “γιατί δεν το κατήγγειλε;” ή αντίστοιχα “μα πως γίνεται κανείς να μην το κατάλαβε;”. Ανεξαρτήτως της κατάστασης σε κάθε περίπτωση μπορούν να εντοπιστούν δύο προβληματικές: οι καταγγελίες είτε δεν γίνονται, είτε δεν προωθούνται στον βαθμό που πρέπει. 

Ανάλογα με το αν το άτομο είναι παρατηρητής ή θύμα βίας, μπορούμε να παρατηρήσουμε διαφορετικούς λόγους για την αποφυγή της καταγγελίας.

Οι παρατηρητές συχνά φοβούνται “να μην μπλέξουν”. Θεωρούν ότι δεν έχουν το δικαίωμα να αναμειχθούν σε ξένες υποθέσεις ή ότι αυτό που γίνεται δεν είναι και τόσο σοβαρό. Σημαντική είναι και η επίδραση του φαινομένου του αμέτοχου παρατηρητή. Σύμφωνα με αυτό, όταν υπάρχουν πολλοί παρατηρητές μιας συμπεριφοράς δεν δρουν γιατί η ευθύνη διαχέεται, μιας και θεωρούν ότι κάποιος άλλος θα αναλάβει δράση. Επιπλέον η ανάγκη για κοινωνική συμμόρφωση επηρεάζει σημαντικά τον παρατηρητή: αφού κανείς δεν “χώνει τη μύτη του”, τότε το ίδιο πρέπει να κάνει και αυτός. Με αυτό τον τρόπο όμως η δράση καθυστερεί, συχνά σε βαθμό που αποβαίνει μοιραίο.

Από την άλλη τα θύματα μπορεί να μην αναφέρουν τα περιστατικά για πολλούς λόγους. Ίσως φοβούνται την αντίδραση του θύτη, ίσως δεν αντιλαμβάνονται τα ίδια την σοβαρότητα της συμπεριφοράς του γιατί την έχουν συνηθίσει. Ίσως ακόμη και να δέχονται πίεση από τον κοινωνικό και οικογενειακό τους κύκλο να μη μιλήσουν. Μάλιστα δεν εκλείπουν τα φαινόμενα όπου το ίδιο το θύμα κατηγορείται ότι προκάλεσε την συμπεριφορά του δράστη. Ανησυχούν ότι θα είναι μόνα τους σε αυτό και ότι δεν θα έχουν υποστήριξη από κανέναν. Εξίσου κομβικό είναι και το ενδεχόμενο να εξαρτώνται από τον δράστη, συνήθως οικονομικά, και να μη μπορούν να φύγουν για αυτόν τον λόγο. Όταν λοιπόν δεν είναι σίγουρα για την ασφάλεια τους και δεν έχουν υποστήριξη, είναι πιθανόν να μην αναφέρουν την κατάσταση.

Όμως, παρά τις δυσκολίες, συχνά υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν το θάρρος και την ψυχική δύναμη να προβούν σε καταγγελίες. Είτε είναι παρατηρητές, είτε άτομα τα οποία βιώνουν την βία τα ίδια, πρόκειται για μια δύσκολη απόφαση με κινδύνους και κόστη. Αυτά δυστυχώς, προκύπτουν συχνά από το νομικό πλαίσιο, την εκτεταμένη γραφειοκρατική διαδικασία που χρειάζεται να ακολουθηθεί ή ακόμη και από την έλλειψη επαγγελματισμού από εργαζόμενους σε σχετικούς φορείς.

Δεν είναι λίγες οι φορές που παρά την καταγγελία ο δράστης έλαβε μόλις μια επίπληξη, ενώ το θύμα μπορεί να οδηγήθηκε σε αστυνομικό τμήμα, μιας και η νομική διαδικασία προβλέπει μια τέτοια ενέργεια. Τα θύματα δεν προστατεύονται από το νομικό πλαίσιο, το οποίο κινούμενο από την λογική του “αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου” καταλήγει να ενδιαφέρεται για αυτά μόνο όταν είναι πια πολύ αργά. Μάλιστα, σε ό,τι αφορά τις απειλές απέναντι στη ζωή κάποιου, αν και υπάρχει πρόβλεψη από τον νόμο (‘Άρθρο 333 του Ποινικού Κώδικα), αυτό μάλλον δεν αρκεί, ενώ οι αναφορές για τέτοια περιστατικά δεν λαμβάνονται σοβαρά και έτσι πληθαίνει ο αριθμός περιπτώσεων που θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί. 

Ακόμη και όταν γίνεται μια καταγγελία με τα απαραίτητα στοιχεία για να έχει αποτέλεσμα, οι καταγγέλοντες αντιμετωπίζουν ένα άλλο πρόβλημα: το τέρας της γραφειοκρατίας. Χρειάζεται να απευθυνθούν σε μια σειρά υπηρεσιών, συνήθως σε χρονικό διάστημα πολύ κοντινό στην εμπειρία που κατήγγειλαν. Όμως και αυτές υπολειτουργούν: ένα νοσοκομείο μπορεί να τους προτρέψει να πάνε σε άλλο γιατί το συγκεκριμένο “δεν εφημερεύει”, ενώ όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις δεν εκλείπει το φαινόμενο του ping-pong μεταξύ υπηρεσιών, όπου η μια σε παραπέμπει στην άλλη μιας και η υπόθεση σου δεν “εμπίπτει στις δικές τους αρμοδιότητες”.

Πολλές φορές όμως η καταγγελία δεν φτάνει καν σε αυτό το επίπεδο. Ανά περιόδους γίνονται γνωστά περιστατικά, συνήθως μέσα από καταγγελίες χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου υπήρξαν σοβαρά προβλήματα λόγω της αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς των αρμόδιων αρχών. Ποιος μπορεί για παράδειγμα να ξεχάσει το πρόσφατο περιστατικό γυναικοκτονίας στη Δάφνη όπου οι αστυνομικοί αν και δέχτηκαν την καταγγελία και έφτασαν έξω από την πόρτα του σπιτιού του θύματος, δεν έδρασαν για να το προστατέψουν; 

Τέλος ένας παράγοντας που πρέπει να αναφερθεί, και ίσως αποτελεί τον σημαντικότερο από όλους, είναι αυτός της κοινωνικής αποδοχής της βίας. Οι αντιλήψεις μας γύρω από τους ρόλους που σχετίζονται με το φύλο αποδέχονται την χρήση βίας σαν κάτι λογικό. Οι άντρες αντιμετωπίζονται ως έρμαια των ενστίκτων τους, ως ανίκανοι να ελέγξουν τον εαυτό τους χωρίς εκπαίδευση και συνεπώς η επιθετική τους συμπεριφορά θεωρείται λογική και αναμενόμενη. Αυτή η αντιμετώπιση όμως όχι μόνο οδηγεί σε μια δαιμονοποίηση του ανδρικού φύλου στην κοινή γνώμη, αλλά ενισχύει τις συμπεριφορές αυτές στα αγόρια και, το σημαντικότερο, οδηγεί στην θυματοποίηση ή και στην απώλεια ζωών. 

Την επόμενη φορά λοιπόν που θα αναρωτηθούμε “γιατί δεν μίλησε” ένα θύμα, ας προσπαθήσουμε να έχουμε στο μυαλό μας την θέση του, τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει και όλα τα προβλήματα που μπορεί να του προκαλέσει μια καταγγελία. Ακόμη και αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους νόμους ή τις διαδικασίες, τουλάχιστον ας υποστηρίξουμε όσους το έχουν ανάγκη και αντιμετωπίζουν μια τόσο δύσκολη συνθήκη. Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε σαν άνθρωποι.