Γράφει η Μπαράκα Άννα, Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Η έμφυλη βία αποτελεί ένα από τα πιο βαθιά ριζωμένα κοινωνικά φαινόμενα. Όταν όμως το φύλο τέμνεται με άλλες ταυτότητες, όπως η αναπηρία, το φαινόμενο αυτό αποκτά ακόμη πιο σύνθετες και συχνά αόρατες διαστάσεις. Οι γυναίκες με αναπηρία δεν βιώνουν απλώς τη βία. Τη βιώνουν σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα: ως γυναίκες και ως άτομα με αναπηρία. Πρόκειται για αυτό που αποκαλείται «διπλή ευαλωτότητα», μια πραγματικότητα όπου η καταπίεση δεν προκύπτει από μία και μόνο αιτία, αλλά από τη διασταύρωση δύο ή περισσότερων παραγόντων.
Η έννοια της διαθεματικότητας, όπως διατυπώθηκε από την Kimberlé Crenshaw το 1989, αναδεικνύει ακριβώς αυτό: ότι οι μορφές καταπίεσης δεν λειτουργούν μεμονωμένα, αλλά διασταυρώνονται και αλληλοενισχύονται. Έτσι, στην περίπτωση των γυναικών με αναπηρία, η βία δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της έμφυλης ανισότητας ή μόνο του κοινωνικού αποκλεισμού λόγω αναπηρίας, αλλά της ταυτόχρονης ύπαρξης και των δύο. Αυτή η διασταύρωση δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο ευαλωτότητας και αορατότητας, όπου η εμπειρία της βίας όχι μόνο εντείνεται, αλλά συχνά δεν αναγνωρίζεται ούτε από την κοινωνία ούτε από τους ίδιους τους θεσμούς.
Τα στοιχεία είναι συγκλονιστικά. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι γυναίκες με αναπηρία έχουν έως και τριπλάσιες πιθανότητες να υποστούν σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική κακοποίηση σε σχέση με γυναίκες χωρίς αναπηρία. Οι μορφές της βίας είναι πολλές και συχνά δύσκολες να εντοπιστούν. Περιλαμβάνουν σωματική κακοποίηση, όπου η εξάρτηση από κάποιον άλλο για βασικές ανάγκες, όπως η μετακίνηση ή η φροντίδα, μετατρέπεται σε εργαλείο ελέγχου. Η σεξουαλική βία συχνά συνοδεύεται από αδυναμία διαφυγής ή και καταγγελίας, καθώς τα θύματα ενδέχεται να μην έχουν πρόσβαση σε ασφαλείς και προσβάσιμες υπηρεσίες. Η οικονομική βία εκφράζεται με τη στέρηση πόρων ή βοηθημάτων, ενώ η ψυχολογική βία συχνά παίρνει τη μορφή απαξίωσης, ενοχοποίησης και κοινωνικής απομόνωσης.
Πολύ συχνά, η βία λαμβάνει χώρα σε κλειστά, ιδρυματικά πλαίσια — εκεί όπου η υποτιθέμενη «φροντίδα» μετατρέπεται σε κακοποίηση, μακριά από τα βλέμματα της κοινωνίας. Η εξάρτηση από φροντιστές ή συντρόφους για βασικές λειτουργίες, όπως η σίτιση ή η φαρμακευτική αγωγή, ενισχύει την εξουσία του θύτη και δυσχεραίνει την απομάκρυνση από την κακοποιητική κατάσταση. Η κακοποίηση μπορεί να πάρει και ύπουλες μορφές: όπως η απόκρυψη του αναπηρικού αμαξιδίου, ή η παρακράτηση φαρμάκων.
Κι όμως, παρά τη σοβαρότητα αυτής της κατάστασης, η βία κατά των γυναικών με αναπηρία παραμένει σχεδόν αόρατη. Πολλές γυναίκες δεν καταγγέλλουν τη βία — όχι επειδή δεν θέλουν, αλλά επειδή φοβούνται. Επειδή οι υπηρεσίες δεν είναι φτιαγμένες για εκείνες. Επειδή γνωρίζουν, πολλές φορές, ότι δεν θα τις πιστέψουν. Οι θεσμοί δεν είναι προσβάσιμοι ούτε κυριολεκτικά (χωρίς ράμπες, χωρίς διερμηνείς, χωρίς κατάλληλη επικοινωνία), ούτε συμβολικά: πολλοί επαγγελματίες δεν έχουν εκπαιδευτεί να αναγνωρίζουν τη βία στις ζωές των γυναικών με αναπηρία ή υποτιμούν πλήρως την εμπειρία τους.
Το πρόβλημα επιτείνεται από τα κοινωνικά στερεότυπα. Η γυναίκα με αναπηρία συχνά παρουσιάζεται ως «ασεξουαλική», «παιδική», «ανίκανη» για αυτόνομη ζωή. Αυτές οι ετικέτες την καθιστούν μη αναγνωρίσιμη τόσο ως θύμα όσο και ως επιζήσασα. Η βία εσωτερικοποιείται, θεωρείται σχεδόν αναπόφευκτη συνέπεια της εξάρτησης — κάτι που ενισχύει τη σιωπή και την παραίτηση.
Αν θέλουμε να αλλάξει κάτι, χρειαζόμαστε μια ουσιαστικά διαθεματική προσέγγιση. Αυτό σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, εκπαίδευση: στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, στους αστυνομικούς, στους φροντιστές, στους δικαστικούς λειτουργούς. Σημαίνει δημιουργία προσβάσιμων δομών, όχι μόνο σε επίπεδο κτιρίων, αλλά και επικοινωνίας: για άτομα με αισθητηριακές ή νοητικές δυσκολίες. Και σημαίνει, πάνω απ’ όλα, ενδυνάμωση των ίδιων των γυναικών με αναπηρία — μέσα από εκπαίδευση, δικτύωση και ενεργή συμμετοχή σε χώρους που τις αφορούν.
Η βία που βιώνουν οι γυναίκες με αναπηρία αποκαλύπτει τις πιο σκοτεινές γωνιές των κοινωνικών διακρίσεων. Εκεί όπου η σωματική ή νοητική ευαλωτότητα συναντά τον έμφυλο έλεγχο, εκεί γεννιέται μια σιωπή που δεν είναι τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα κοινωνικής τύφλωσης, θεσμικής ανεπάρκειας και στερεοτυπικών αντιλήψεων. Και η αντιμετώπισή της δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τη φωνή των ίδιων των γυναικών. Γιατί όταν μιλάμε για εκείνες χωρίς εκείνες, ουσιαστικά συνεχίζουμε να τις αγνοούμε.
Πηγές:
Crenshaw, K. (1989). Demarginalizing the Intersection of Race and Sex. University of Chicago Legal Forum.
Hughes, K., Bellis, M. A., Jones, L., Wood, S., Bates, G., Eckley, L., … & Officer, A. (2012). Prevalence and risk of violence against adults
with disabilities: a systematic review and meta-analysis of observational studies. The Lancet, 379(9826), 1621-1629.
World Health Organization (2021). Violence against women prevalence estimates, 2018. WHO Press.
Plummer, S. B., & Findley, P. A. (2012). Women with disabilities’ experience with physical and sexual abuse: review of the literature
and implications for the field. Trauma, Violence, & Abuse, 13(1), 15- 29.
European Institute for Gender Equality – EIGE (2023). Gender-based violence against women with disabilities.