Γράφει η Μπαράκα Άννα, Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Η βία μέσα στις συντροφικές σχέσεις δεν είναι μόνο σωματική ή λεκτική. Υπάρχει μια σιωπηλή μορφή κακοποίησης, που σπάνια αναγνωρίζεται από τα θύματα ή το κοινωνικό περιβάλλον: η οικονομική κακοποίηση. Πρόκειται για έναν αθέατο μηχανισμό ελέγχου, μέσω του οποίου ο/η σύντροφος περιορίζει, χειραγωγεί και εξαρτά το άλλο άτομο μέσα από τα χρήματα.
Η οικονομική κακοποίηση αποτελεί μια ύπουλη αλλά ισχυρή μορφή συντροφικής βίας, κατά την οποία ο θύτης επιδιώκει να ελέγξει πλήρως τον/την σύντροφό του μέσω της διαχείρισης των οικονομικών πόρων. Συγκεκριμένα, περιορίζει ή και αποκλείει την πρόσβαση του θύματος σε χρήματα ή εισόδημα, απαγορεύει την εργασία ή οποιαδήποτε μορφή οικονομικής ανεξαρτησίας, επιβάλλει απόλυτο έλεγχο σε κάθε οικονομική απόφαση —ακόμα και σε καθημερινές αγορές— και χρησιμοποιεί το χρήμα ως εργαλείο εκβιασμού, απειλώντας ότι «αν φύγεις, θα μείνεις στον δρόμο». Πολλές φορές, ο θύτης φτάνει στο σημείο να συσσωρεύει χρέη στο όνομα του θύματος ή να αποκρύπτει τραπεζικούς λογαριασμούς και σημαντικά οικονομικά στοιχεία, αποκόπτοντάς το από κάθε μορφή ελέγχου και πληροφόρησης.
Απώτερος σκοπός αυτών των πρακτικών είναι η ψυχολογική και πρακτική υποταγή του θύματος, η δημιουργία μιας σχέσης απόλυτης εξάρτησης και η μακροχρόνια παγίδευσή του σε έναν φαύλο κύκλο ελέγχου και φόβου.
Δεν πρόκειται απλώς για μια μορφή οικονομικής ανισότητας, αλλά για έναν μηχανισμό μέσω του οποίου ο θύτης εγκαθιδρύει βαθιά συναισθηματική εξάρτηση. Το άτομο που υφίσταται τέτοιες πρακτικές, με την πάροδο του χρόνου, χάνει την αυτοεκτίμησή του και αρχίζει να αισθάνεται ανίκανο να λειτουργήσει χωρίς την παρουσία ή την “άδεια” του συντρόφου. Η συνεχής έκθεση σε περιορισμούς και ελέγχους ενισχύει τον φόβο του αποχωρισμού, καθώς η οικονομική ανασφάλεια φαντάζει ανυπέρβλητο εμπόδιο για την απελευθέρωση. Σε αρκετές περιπτώσεις αναπτύσσονται συμπτώματα κατάθλιψης, έντονου άγχους ή και μετατραυματικού στρες, ενώ ταυτόχρονα το θύμα υιοθετεί μηχανισμούς άμυνας που το οδηγούν να δικαιολογεί τις κακοποιητικές συμπεριφορές, φοβούμενο την απόρριψη, την κοινωνική έκθεση ή την απόλυτη απομόνωση. Έρευνες έχουν δείξει πως αυτός ο τύπος ελέγχου αποτελεί έναν από τους βασικούς προγνωστικούς δείκτες για τη διατήρηση της κακοποιητικής σχέσης, ακόμη και στην απουσία σωματικής βίας, υποδεικνύοντας έτσι τη σοβαρότητα και τη διαβρωτική του επίδραση στην ψυχική υγεία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Αν και δεν προβλέπεται πάντα ρητά από τον ποινικό κώδικα ως αυτόνομη αξιόποινη πράξη, η οικονομική καταπίεση αποτελεί μία μορφή κακοποίησης, με σοβαρές νομικές και κοινωνικές διαστάσεις.
Συνδέεται στενά με την ενδοοικογενειακή βία, αφού συχνά συνυπάρχει με άλλες μορφές κακοποιητικών συμπεριφορών, όπως η ψυχολογική, η σωματική και η σεξουαλική βία. Η άρνηση πρόσβασης σε οικονομικούς πόρους ή η εξαναγκαστική εξάρτηση του θύματος από τον θύτη δεν συνιστούν απλώς ηθική παραβίαση· συνιστούν παραβίαση θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως είναι η ελευθερία, η αξιοπρέπεια και η αυτονομία. Μέσα από την εγκληματολογική σκοπιά, αναδεικνύεται ως ένα έγκλημα εξουσίας, στο οποίο ο δράστης δεν χρειάζεται να σηκώσει χέρι για να επιβληθεί – η συστηματική καταπίεση ασκείται μέσα από τον πλήρη έλεγχο της καθημερινότητας και της επιβίωσης του άλλου.
Η συγκεκριμένη μορφή βίας, επειδή δεν αφήνει ορατά σημάδια, συχνά παραβλέπεται τόσο από τη δικαιοσύνη όσο και από το κοινωνικό περιβάλλον, όμως οι συνέπειές της είναι βαθιές και μακροχρόνιες, τόσο για την ψυχική υγεία του θύματος όσο και για την κοινωνική του λειτουργικότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάποιες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς, η νομοθεσία έχει προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, αναγνωρίζοντας νομικά την οικονομική καταπίεση ως μία μορφή κακοποιητικού ελέγχου και ενδοοικογενειακής βίας, επιτρέποντας έτσι τη νομική προστασία των θυμάτων και την ποινική δίωξη των δραστών. Αυτή η εξέλιξη τονίζει την ανάγκη και για αλλαγές στο νομικό πλαίσιο άλλων κρατών, ώστε να προστατεύονται αποτελεσματικά όσοι βιώνουν τέτοιου είδους αθέατες μορφές βίας.
Η οικονομική κακοποίηση είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη ακριβώς επειδή δεν είναι ορατή με την πρώτη ματιά. Δεν αφήνει σημάδια στο σώμα, ούτε εμφανείς ενδείξεις που να μαρτυρούν την ύπαρξή της, με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζεται εύκολα ούτε από το ίδιο το θύμα, το οποίο μπορεί να πιστεύει ότι πρόκειται απλώς για «συζυγικές υποχρεώσεις» ή «οικογενειακούς ρόλους». Η αόρατη αυτή μορφή καταπίεσης οδηγεί συχνά σε μακροχρόνια παγίδευση, καθώς η έλλειψη οικονομικής αυτονομίας και ο φόβος της φτώχειας ή της κοινωνικής απομόνωσης κάνουν την ιδέα της αποχώρησης σχεδόν αδύνατη.
Την ίδια στιγμή, υπάρχει διάχυτη κοινωνική ανοχή, που ενισχύει το πρόβλημα, με φράσεις όπως «εκείνος πληρώνει, εκείνος αποφασίζει» να δικαιολογούν ή να κανονικοποιούν τις σχέσεις εξουσίας. Είναι κρίσιμο να τονιστεί πως η απουσία σωματικής βίας δεν σημαίνει πως δεν υφίσταται κακοποίηση. Η ψυχολογική φθορά, η απώλεια της ταυτότητας και η καθημερινή εξάρτηση που προκαλείται μέσω του ελέγχου των οικονομικών μέσων, μπορεί να είναι εξίσου —αν όχι περισσότερο— καταστροφική από τη φυσική επιβολή.
Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά αυτό το είδος κακοποίησης, χρειάζεται μια πολυεπίπεδη προσέγγιση που να συνδυάζει πρόληψη, παρέμβαση και θεσμική προστασία. Πρώτο και βασικό βήμα είναι η ενημέρωση του κοινού και των επαγγελματιών, ώστε να αναγνωρίζονται εγκαίρως τα μοτίβα εξουσίας και ελέγχου που δεν γίνονται πάντοτε αντιληπτά ως κακοποίηση. Η αποδόμηση των κοινωνικών στερεοτύπων που θέλουν τον άνδρα να «κρατά τα οικονομικά» και τη γυναίκα να «υπακούει» είναι αναγκαία για να σταματήσει η κανονικοποίηση αυτής της πρακτικής. Παράλληλα, είναι καθοριστικής σημασίας η στήριξη των θυμάτων, όχι μόνο σε ψυχολογικό επίπεδο αλλά και μέσω της πρόσβασής τους σε κοινωνικές υπηρεσίες, ασφαλείς δομές, νομική βοήθεια και εξειδικευμένη συμβουλευτική υποστήριξη. Όσο το άτομο νιώθει μόνο του και εγκλωβισμένο, η δυνατότητα απεγκλωβισμού παραμένει περιορισμένη.
Σε θεσμικό επίπεδο στην Ελλάδα, απαιτείται πειστική ποινική κατοχύρωση, με αναγνώριση της οικονομικής κακοποίησης ως μιας αυτόνομης και σοβαρής μορφής ενδοοικογενειακής βίας, ώστε να παρέχεται ουσιαστική νομική προστασία στα θύματα και να καθίσταται δυνατή η δίωξη των δραστών. Σε χώρες όπου η οικονομική καταπίεση έχει ήδη ενταχθεί στο νομικό πλαίσιο ως ποινικό αδίκημα, τα θύματα έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να ζητήσουν δικαιοσύνη και να προστατευθούν εγκαίρως.
Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, είναι η ενδυνάμωση των γυναικών και όλων των ευάλωτων ομάδων μέσω της οικονομικής τους ανεξαρτησίας. Η πρόσβαση στην εκπαίδευση, την εργασία, την ενημέρωση για τα οικονομικά δικαιώματα, καθώς και η ύπαρξη υποστηρικτικών μηχανισμών που να ενισχύουν την αυτονομία, αποτελούν βασικά εργαλεία απεγκλωβισμού. Η ανεξαρτησία από τον θύτη, σε οικονομικό και ψυχοκοινωνικό επίπεδο, είναι συχνά ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την οριστική διακοπή του κύκλου της κακοποίησης.
Η οικονομική κακοποίηση είναι μια σιωπηλή αλλά καταστροφική μορφή βίας. Ελέγχει, εξαρτά, περιορίζει και εγκλωβίζει. Είναι τόσο ψυχολογικό όσο και κοινωνικό έγκλημα. Η κατανόηση, η πρόληψη και η παρέμβαση είναι ζωτικής σημασίας για να σταματήσουμε την κακοποίηση χωρίς μώλωπες.
Πηγές:
Adams, A. E., Sullivan, C. M., Bybee, D., & Greeson, M. R. (2008). Development of the Scale of Economic Abuse. Violence Against Women, 14(5), 563–588.
Stylianou, A. M. (2018). Economic Abuse within Intimate Partner Violence: A Review of the Literature. Violence and Victims, 33(1), 3–22.
Postmus, J. L., Plummer, S.-B., McMahon, S., Murshid, N. S., & Kim, M. S. (2012). Understanding Economic Abuse in the Lives of Survivors. Journal of Interpersonal Violence, 27(3), 411–430.
Sharp-Jeffs, N. (2015). Money Matters: Research into the extent and nature of financial abuse within intimate relationships in the UK. Surviving Economic Abuse.