Scroll Top

To Σύνδρομο της Στοκχόλμης στις Ερωτικές Σχέσεις

Στιγμιότυπο οθόνης 2025-09-19 000034

Γράφει η Μπαράκα Άννα, Φοιτήτρια Ψυχολογίας

 

Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης αποτελεί ένα ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο το θύμα αναπτύσσει συναισθηματικό δεσμό, συμπόνια ή ακόμη και αγάπη προς τον θύτη του, παρότι υφίσταται κακομεταχείριση ή καταπίεση. Αν και αρχικά παρατηρήθηκε σε περιπτώσεις ομηρίας, σήμερα μελετάται ευρέως και σε συντροφικές και ερωτικές σχέσεις, ειδικά όταν υπάρχει συναισθηματική, λεκτική ή σωματική βία.

Από ψυχολογική άποψη, το Σύνδρομο της Στοκχόλμης λειτουργεί ως ένας μηχανισμός επιβίωσης για το άτομο που βιώνει καταστάσεις έντονου στρες και απειλής. Όταν ένα άτομο βρίσκεται σε περιβάλλον όπου υφίσταται βία ή κακοποίηση, ο εγκέφαλος ενεργοποιεί διαδικασίες προσαρμογής προκειμένου να μπορέσει να αντέξει την ψυχική και σωματική επιβάρυνση.

Ένας από αυτούς τους μηχανισμούς είναι η δημιουργία μιας συναισθηματικής σύνδεσης με τον θύτη, η οποία, παρά τις αντικειμενικές αρνητικές συνθήκες, λειτουργεί ως τρόπος μείωσης του άγχους και της απελπισίας. Με άλλα λόγια, το θύμα, συχνά ασυνείδητα, επενδύει συναισθηματικά στον θύτη, αναζητώντας μέσα από τη σύνδεση ένα αίσθημα ασφάλειας, ελπίδας ή έστω ελέγχου σε μια κατάσταση που φαντάζει εντελώς αβέβαιη και επικίνδυνη.

Στις ερωτικές σχέσεις, αυτό το ψυχολογικό φαινόμενο εκδηλώνεται με συγκεκριμένες συμπεριφορές που δυσκολεύουν την αναγνώριση και την αντιμετώπιση της κακοποίησης. Για παράδειγμα, το θύμα μπορεί να αρνείται ή να υποβαθμίζει τη βία που υφίσταται, λέγοντας στον εαυτό του και στους άλλους πως «δεν είναι και τόσο κακός ή κακή» ο σύντροφος. Παράλληλα, συχνά δικαιολογεί τις επιθετικές ή καταχρηστικές συμπεριφορές του θύτη, πιστεύοντας πως αυτά συμβαίνουν από αγάπη ή φροντίδα, ενστερνιζόμενο τη λογική ότι «το κάνει επειδή με αγαπάει».

Αυτός ο τρόπος σκέψης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ψυχικό πόνο και την ανάγκη για συναισθηματική επιβίωση, καθώς η αποδοχή αυτής της παραδοχής μειώνει το εσωτερικό άγχος και τον φόβο. Ταυτόχρονα, το θύμα μπορεί να απορρίπτει προτάσεις βοήθειας και στήριξης από το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον, καθώς η σύνδεση με τον θύτη ενισχύει την αίσθηση του «δεμένου» μαζί του και δυσχεραίνει την απόσταση.

Επιπλέον, είναι συχνό το φαινόμενο της αυτοενοχοποίησης, όπου το άτομο αναλαμβάνει την ευθύνη για την κακοποίηση, σκέφτεται δηλαδή πως «φταίω εγώ που τον ή την έφερα στα όριά του ή της» ή ότι με δικές του πράξεις προκαλεί τις αντιδράσεις του θύτη.

Η ψυχοδυναμική θεωρία, που έχει τις ρίζες της στις αρχές του 20ού αιώνα με τον Sigmund Freud, υποστηρίζει πως το θύμα σε αυτές τις περιπτώσεις αναπτύσσει μια μορφή ταύτισης με τον θύτη, ενσωματώνοντας ασυνείδητα τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά του ως μέσο ψυχικής προστασίας. Αυτή η ταύτιση λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι στην ακραία απειλή, αφού το θύμα «υιοθετεί» τον τρόπο σκέψης ή τη θέση του θύτη για να μειώσει την αντίθεση και το ψυχικό ρήγμα που δημιουργεί η βία.

Παράλληλα, σύμφωνα με τη θεωρία της μαθημένης αβοηθησίας που διατύπωσε ο Martin Seligman το 1975, το άτομο μαθαίνει μέσα από επαναλαμβανόμενες αποτυχίες ή αδυναμίες να ελέγξει την κατάσταση, να παραιτείται από κάθε προσπάθεια αλλαγής και να θεωρεί πως η κατάσταση είναι αμετάβλητη και αδύνατον να ξεφύγει. Αυτό οδηγεί σε μια ψυχολογική κατάσταση όπου το θύμα αποδέχεται παθητικά την κακοποίηση και σταδιακά χάνει την πίστη στις δυνάμεις του για αυτοπροστασία ή απελευθέρωση.

Αυτές οι ψυχολογικές διεργασίες συνθέτουν το πολυσύνθετο φαινόμενο του Συνδρόμου της Στοκχόλμης στις ερωτικές σχέσεις, εξηγώντας γιατί θύματα ακόμα και σοβαρών κακοποιητικών συμπεριφορών δύσκολα αναγνωρίζουν τη βία ή επιλέγουν να αποχωρήσουν. Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών είναι κρίσιμη για την υποστήριξη των θυμάτων και την ανάπτυξη αποτελεσματικών παρεμβάσεων, που στοχεύουν στην ενδυνάμωση της ψυχικής ανθεκτικότητας και την αποκατάσταση της αυτονομίας.

Από εγκληματολογική σκοπιά, το Σύνδρομο της Στοκχόλμης στις ερωτικές σχέσεις αποτελεί μια περίπλοκη και συχνά παραγνωρισμένη πραγματικότητα, καθώς συχνά συγκαλύπτει ή αποσιωπά εγκληματικές πράξεις. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί το ίδιο το θύμα συχνά δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως θύμα, λόγω της συναισθηματικής σύνδεσης και της ψυχολογικής ταύτισης που έχει αναπτύξει με τον θύτη.

Η αδυναμία αυτή να αναγνωριστεί η κακοποίηση εμποδίζει σημαντικά την καταγγελία των περιστατικών στις αρμόδιες αρχές και καθυστερεί την απαραίτητη νομική παρέμβαση, η οποία θα μπορούσε να προστατεύσει το θύμα και να αποτρέψει περαιτέρω βλάβες.

Επιπλέον, αυτή η μη αναγνώριση και ο συγκεκαλυμμένος χαρακτήρας της βίας δυσχεραίνουν σε σημαντικό βαθμό και την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση των θυμάτων, καθώς οι ανάγκες τους παραμένουν συχνά αόρατες και ανεπαρκώς καλυμμένες. Σε περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης ειδικότερα, το Σύνδρομο της Στοκχόλμης περιπλέκει ακόμα και την αξιολόγηση της συναίνεσης, καθώς το θύμα μπορεί να παρουσιάζει διφορούμενες συμπεριφορές που προκαλούν σύγχυση σε νομικούς και ψυχολογικούς φορείς.

Η εγκληματολογική ανάλυση του φαινομένου εστιάζει στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης μέσα από το πρίσμα του καταναγκαστικού ελέγχου (coercive control), που αποτελεί πλέον μια αναγνωρισμένη μορφή έμμεσης βίας. Ο καταναγκαστικός έλεγχος δεν περιορίζεται σε εμφανείς ή σωματικές μορφές κακοποίησης, αλλά εκφράζεται μέσω ενός επαναλαμβανόμενου και μεθοδικού μοτίβου ψυχολογικού, συναισθηματικού και κοινωνικού ελέγχου και εξουσίας.

Το θύμα, υπό αυτό το καθεστώς, αναγκάζεται να «συμμορφωθεί» και να προσαρμοστεί στις επιταγές του θύτη, συχνά χάνοντας την ικανότητα ή τη βούληση να αντισταθεί ή να αναζητήσει βοήθεια, προκειμένου να επιβιώσει μέσα σε αυτήν την καταπιεστική σχέση. Όπως αναφέρει ο Stark (2007), ο καταναγκαστικός έλεγχος είναι μια δυναμική που παγιδεύει το θύμα μέσα σε ένα σύστημα εξουσίας και φόβου, όπου η βία δεν είναι μόνο σωματική αλλά και ψυχολογική, κοινωνική και οικονομική, καθιστώντας έτσι την κακοποίηση ακόμα πιο δύσκολη στην ανίχνευση και αντιμετώπιση.

Αυτή η προσέγγιση της εγκληματολογίας δίνει έμφαση στην ανάγκη για ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών που ασχολούνται με την πρόληψη και την καταστολή της βίας στις ερωτικές σχέσεις, ώστε να κατανοήσουν το σύνθετο και πολυδιάστατο χαρακτήρα του φαινομένου και να εφαρμόσουν πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις που δεν περιορίζονται μόνο στην αντιμετώπιση της εμφανούς βίας αλλά και της αόρατης, συναισθηματικής και ψυχολογικής καταπίεσης που βιώνουν τα θύματα.

Δεν υπάρχει συγκεκριμένος τύπος θύματος που να προσδιορίζεται με απόλυτη ακρίβεια ως πιο ευάλωτος στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Ωστόσο, ορισμένα χαρακτηριστικά και προσωπικά ιστορικά στοιχεία φαίνεται να αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης αυτού του φαινομένου.

Καταρχάς, άτομα με ιστορικό παιδικής κακοποίησης ή τραυματικών εμπειριών από την παιδική ηλικία δείχνουν μεγαλύτερη ευαισθησία, καθώς οι πρώιμες αρνητικές εμπειρίες επιβαρύνουν την ψυχολογική ανθεκτικότητα και συχνά διαμορφώνουν ένα πρότυπο σχέσεων όπου η κακοποίηση γίνεται αποδεκτή ή εσωτερικεύεται ως φυσιολογική.

Επιπρόσθετα, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η συναισθηματική εξάρτηση από τον σύντροφο δημιουργούν το έδαφος για την ανάπτυξη δεσμών που δυσκολεύουν την ορθολογική εκτίμηση της κατάστασης και την απόδραση από την κακοποιητική σχέση.

Η οικονομική και κοινωνική απομόνωση, όπου το άτομο έχει περιορισμένη πρόσβαση σε πόρους ή δίκτυα υποστήριξης, εντείνει αυτή την ευαλωτότητα, αφού μειώνει τις επιλογές και τις δυνατότητες διαφυγής ή αναζήτησης βοήθειας.

Επιπλέον, τα ανεπίλυτα εσωτερικά τραύματα που μπορεί να προέρχονται από προηγούμενες εμπειρίες ή προσωπικές δυσκολίες λειτουργούν ως επιπλέον παράγοντες που αποδυναμώνουν την ψυχική ανθεκτικότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η συναισθηματική εξάρτηση ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τη διαρκή εναλλαγή τρυφερότητας και κακοποίησης μέσα στη σχέση, ένα φαινόμενο που περιγράφεται ως trauma bonding. Αυτός ο φαύλος κύκλος δημιουργεί έναν ισχυρό ψυχολογικό δεσμό ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη, που καθιστά τη διαφυγή σχεδόν αδύνατη, αφού το θύμα συχνά νιώθει δεμένο συναισθηματικά και ψυχικά, παρά την επιβάρυνση που βιώνει.

Η αποδέσμευση από μια σχέση που χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία του Συνδρόμου της Στοκχόλμης είναι μια σύνθετη διαδικασία που απαιτεί ολοκληρωμένη υποστήριξη.

Καταρχάς, η ψυχολογική υποστήριξη από ειδικούς, όπως ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές, παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς βοηθά το θύμα να αναγνωρίσει τη βία, να κατανοήσει τους μηχανισμούς που το κρατούν παγιδευμένο και να αναπτύξει νέους τρόπους αντιμετώπισης και αυτοπροστασίας.

Παράλληλα, η ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών μέσω της οικογένειας, των φίλων ή ομάδων υποστήριξης είναι απαραίτητη για να μειωθεί η απομόνωση και να αυξηθούν οι πόροι και οι επιλογές του ατόμου.

Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται νομική προστασία και παρέμβαση, ώστε να διασφαλιστεί η ασφάλεια του θύματος και να αποτραπεί η περαιτέρω κακοποίηση.

Θεμελιώδης προϋπόθεση για την απελευθέρωση από αυτόν τον φαύλο κύκλο είναι η ίδια η αναγνώριση του προβλήματος από το άτομο, η οποία συχνά απαιτεί χρόνο και κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη.

Η θεραπευτική παρέμβαση συνήθως περιλαμβάνει προσεγγίσεις όπως η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT), που εστιάζει στην αλλαγή των αρνητικών προτύπων σκέψης και συμπεριφοράς, η θεραπεία τραύματος που βοηθά στην επεξεργασία και αποφόρτιση των ψυχικών τραυμάτων, καθώς και η ενίσχυση της αυτοεικόνας και της αυτοεκτίμησης του ατόμου.

Μέσα από αυτή την πολυεπίπεδη διαδικασία, το θύμα μπορεί να ανακτήσει την ψυχική του ισορροπία και να σπάσει τα δεσμά που το κρατούν εγκλωβισμένο στη βία.

Έτσι, το Σύνδρομο της Στοκχόλμης δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο που συμβαίνει σε θύματα απαγωγής. Είναι μια βαθιά ψυχολογική και εγκληματολογική πραγματικότητα που παρατηρείται σε πολλές κακοποιητικές σχέσεις.

Η αναγνώριση των μηχανισμών που το υποστηρίζουν, αλλά και η αποδόμηση των κοινωνικών στερεοτύπων που συγκαλύπτουν τη βία, αποτελούν κρίσιμα βήματα για την πρόληψη, την υποστήριξη και την απελευθέρωση των θυμάτων.

Πηγές:

Graham, D. L. R., Rawlings, E., & Rigsby, R. K. (1995). Loving to Survive: Sexual Terror, Men’s Violence, and Women’s Lives. New York: New York University Press.

Stark, E. (2007). Coercive Control: The Entrapment of Women in Personal Life. Oxford University Press.

Herman, J. (1992). Trauma and Recovery. Basic Books.

Seligman, M. (1975). Helplessness: On Depression, Development, and Death. Freeman.

Namnyak, M., Tufton, N., Szekely, R., Toal, M., Worboys, S., & Sampson, E. L. (2008). ‘Stockholm syndrome’: Psychiatric diagnosis or urban myth? Acta Psychiatrica Scandinavica, 117(1), 4–11.