Scroll Top

Η Δίκη των 7 του Σικάγο

The Trial of the Chicago 7

Γράφει η Σταυρούλα Τζίμου

 

Μια καθηλωτική ταινία του Aaron Sorkin, που συνδυάζει ιστορική αφήγηση και δραματικό βάθος, αποτελώντας μια προειδοποίηση για το τι μπορεί να συμβεί όταν η δικαιοσύνη υποτάσσεται στην πολιτική.

   Τέλη της δεκαετίας του ‘60, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε κοινωνική αναταραχή λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ και του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων. Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Δημοκρατικού Κόμματος, όπου περισσότεροι από 10.000 διαδηλωτές συγκεντρώνονται για να διαμαρτυρηθούν κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και να διεκδικήσουν κοινωνική δικαιοσύνη, σκηνές αστυνομικής βίας κατά ειρηνικών διαδηλωτών καταγράφονται και μεταδίδονται ζωντανά, προκαλώντας σοκ στο κοινό.

“The whole world is watching”.

   Η φράση αυτή γίνεται το σύνθημα των διαδηλωτών, καθώς οι τηλεοπτικές κάμερες καταγράφουν τις σκηνές βίας. Οι εικόνες δείχνουν ειρηνικούς πολίτες να χτυπιούνται βάναυσα από αστυνομικούς, κάτι που προκάλεσε διεθνή κατακραυγή. Η κυβέρνηση Nixon που μόλις έχει αναλάβει την εξουσία, αποφασίζει αυθαίρετα να ασκήσει ποινική δίωξη κατά 7 ατόμων (8 αρχικά), φερόμενους ως ενορχηστρωτές των επεισοδίων. Οι διωκόμενοι είναι ηγέτες ή εκπρόσωποι διαφορετικών ομάδων ακτιβιστών, οι οποίοι ανοιχτά δηλώνουν πριν την έναρξη της διαδήλωσης ότι πρόκειται για μια ειρηνική πορεία διαμαρτυρίας, ενώ κατά την διάρκεια της σύγκρουσης με τις αστυνομικές αρχές προσπαθούν να ανατρέψουν τα θλιβερά επεισόδια. Συλλαμβάνονται και κατηγορούνται για συνομωσία και υποκίνηση ταραχών.

Tom Hayden και Rennie Davis: Ηγέτες του Φοιτητικού Κινήματος για μια Δημοκρατική Κοινωνία.

Abbie Hoffman και Jerry Rubin: Ιδρυτές των Yippies, που είχαν πιο ανατρεπτικό, χιουμοριστικό τρόπο διαμαρτυρίας.

David Dellinger: Ειρηνιστής και ακτιβιστής κατά του πολέμου.

John Froines και Lee Weiner: Χημικοί, κατηγορούμενοι κυρίως για τη σύνδεσή τους με τις διαδηλώσεις.

Bobby Seale: Συνιδρυτής των Μαύρων Πανθήρων, ο οποίος δεν είχε ουσιαστική σχέση με τη διαδήλωση, βρέθηκε στον λάθος τόπο την λάθος στιγμή.

   Η κυβέρνηση Nixon θέλει να παρουσιάσει τους ακτιβιστές ως “εσωτερική απειλή” για την ασφάλεια και την τάξη, να στείλει ένα μήνυμα καταστολής στα αντικυβερνητικά κινήματα της εποχής και -φυσικά- να δικαιολογήσει τη βίαιη αντιμετώπιση των διαδηλωτών στο Σικάγο, μεταθέτοντας την ευθύνη για τις ταραχές στους ακτιβιστές. Η δίκη ξεκινά σε ένα εξαιρετικά πολιτικοποιημένο κλίμα, με τον δικαστή Julius Hoffman να δείχνει ξεκάθαρη προκατάληψη υπέρ της κυβέρνησης, από τις επαναλαμβανόμενες απορρίψεις αιτημάτων της υπεράσπισης μέχρι την απάνθρωπη μεταχείριση του Bobby Seale, του μοναδικού μαύρου κατηγορούμενου. Από την πρώτη στιγμή, γίνεται φανερό ότι κατηγορείται άδικα, χωρίς στοιχεία και χωρίς δικαίωμα υπεράσπισης. Ο τρόπος που ο δικαστής Hoffman τον φιμώνει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) είναι προκλητικός, με αποκορύφωμα τη σκηνή που δίνεται εντολή να δεθεί με αλυσίδες και να φιμωθεί μέσα στο δικαστήριο. Οι κατηγορούμενοι οι οποίοι δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους πριν την δίκη, ενώ πρόκειται για ανθρώπους με διαφορετικές προσωπικότητες, ιδεολογίες και στρατηγικές, τελικά ενώνονται για να αντισταθούν απέναντι στην αδικία, αθωώνονται και γίνονται διαχρονικό σύμβολο κατά της πολιτικής και αστυνομικής βίας. 

  Να θυμίσω και να τονίσω στο σημείο αυτό, ότι τα εν λόγω γεγονότα έλαβαν δράση το 1968. Με την περιγραφή τους να μην μοιάζει και τόσο μακρινή, αφού ακόμα γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών βίας, ρατσιστικών επιθέσεων και κατάχρηση εξουσίας, μήπως τελικά δεν προοδεύουμε ως κοινωνία;

  Ο ρατσισμός αποτελεί ακόμη καρκίνωμα στην συνείδηση των πολιτών, οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονται και τα δικαιώματα για ισότητα και δικαιοσύνη πολλές φορές καταπατείται βιαίως. Η εξουσία, όταν δεν ελέγχεται, μπορεί να εκτραπεί σε αυταρχικές πρακτικές. Η καταστολή της διαμαρτυρίας είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία, και η υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης και της διαφορετικότητας παραμένει κρίσιμη σε όλες τις εποχές. Όπως δείχνει η ιστορία, όταν η εξουσία συγκεντρώνεται καταλήγει στη διαφθορά και την καταπάτηση δικαιωμάτων. Η διάκριση των εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) και η ύπαρξη ανεξάρτητων θεσμών είναι απαραίτητη, ενώ οι πολίτες οφείλουν να συμμετέχουν ενεργά προς αποφυγήν αυθαιρεσιών. Πρέπει να κατανοήσουμε επιτέλους πως σε μια κοινωνία όλα είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και η πράξη του ενός επηρεάζει και τον διπλανό του.

Ο πλουραλισμός είναι πλούτος, όχι απειλή.

   Σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο πολωμένος, το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο ενάντια στην κατάχρηση εξουσίας. Δικαίωμα απαραίτητο, όχι όμως απόλυτο. Η ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία και την προστασία από βλαβερές ρητορικές είναι λεπτή. Στην εποχή της κυριαρχίας των social media ως μέσο έκφρασης ελλοχεύει μονίμως ο κίνδυνος παραπληροφόρησης και διασποράς ψευδών ειδήσεων. Το βήμα που μας δίνεται οφείλουμε να το χρησιμοποιούμε υπεύθυνα και να μην γίνεται εργαλείο επίτευξης ιδιοτελών συμφερόντων. Η διαφορετικότητα είναι εγγενής στη δημοκρατία και βασίζεται στην ισότητα όλων, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, ιδεολογίας, θρησκείας ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Όλοι οι άνθρωποι όμως πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα και ίσες υποχρεώσεις. Λόγια που μοιάζουν τόσο αυτονόητα, είναι σχεδόν παράλογη η καταγραφή και ο σχολιασμός τους. Δεν θα έπρεπε να αγωνιζόμαστε ακόμα για την υπεράσπιση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά δυστυχώς η καθιέρωσή τους σε κάθε άκρη της Γης φαίνεται ουτοπική. Ο αγώνας δεν θα σταματήσει ποτέ – και ούτε πρέπει – .

Η δημοκρατία δεν απαιτεί από όλους να συμφωνούν, αλλά να συνυπάρχουν με σεβασμό.

“Η Δίκη των 7 του Σικάγο” είναι περισσότερο από μια απλή αφήγηση ιστορικών γεγονότων. Είναι μια εξερεύνηση της δυναμικής της εξουσίας, του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, της αξίας της δημοκρατίας και της δύναμης της συλλογικής δράσης. Με την δίκη να λειτουργεί ως μικρόκοσμος της εποχής, η ταινία προσφέρει μια καθηλωτική ανάλυση της διαμάχης μεταξύ καταπίεσης και ελευθερίας, καθιστώντας την εξαιρετικά επίκαιρη και διδακτική για το σήμερα. 

 

Και αν ποτέ δεν εκλείψουν τέτοια περιστατικά, τουλάχιστον να μην αποτελούν καθημερινότητα.