Scroll Top

Η βία της εποχής: Το παράδειγμα του Φουκώ, του Χαν και η νεοφιλελεύθερη κοινωνία

How-To-Talk-To-Kids-About-Violence-min

Γράφει η  Στέλλα Φουλούλη, Εκπαιδευόμενη Συστημική Ψυχολόγος

Ξεκινάμε να αναλύουμε ένα από τα πολυπλοκότερα θέματα στη σύγχρονη κοινωνία. Τι ορίζουμε ως «βία της εποχής», πώς αποτυπώνεται μέσα στη πραγματικότητα, ποια είναι η θέση της σύμφωνα με τους φιλοσόφους Φουκώ και Χαν και εν τέλει, πώς ορίζουμε τη βία και συγχέουμε την ύπαρξη της με την ίδια την ανθρώπινη;

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το περιεχόμενο της ανάλυσης, χρειάζεται να ορίσουμε τι εννοούμε όταν λέμε «βία». Οποιαδήποτε επιθετική ή καταχρηστική δράση εναντίον κάποιου άλλου ατόμου, ζώου ή και περιουσίας, με σκοπό την πρόκληση ζημιάς συνιστά βία. Υπάρχουν διάφορες μορφές βίας, μερικές από αυτές είναι η φυσική , η συμβολική, η ψυχολογική αλλά και η λιγότερο ορατή «αυτοβία», όπως την αποκαλεί ο Χαν. Στο βιβλίο του «Η κοινωνία της κόπωσης», (Χαν, 2015) εξετάζει πώς οι σύγχρονες κοινωνίες , βασισμένες στο νεοφιλελευθερισμό, την απόδοση και την ατομική ευθύνη, οδηγούν σε ένα τύπο υποκειμένου: το «υποκείμενο της απόδοσης» (Leistungssubjekt).  Αυτή η κουλτούρα συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος όπου η βία μεταλλάσσεται από άμεση καταστολή σε αόρατη αυτοκαταπίεση.

Η μετάβαση από την εξωτερική στην εσωτερική βία

 Ο Μισέλ Φουκώ, στο έργο του «Επιτήρηση και τιμωρία», περιγράφει πώς οι κοινωνίες του 18ου και 19ου αιώνα εφάρμοσαν πειθαρχικούς μηχανισμούς για να ελέγχουν τα σώματα και τις συμπεριφορές. Αυτές οι κοινωνίες χρησιμοποιούσαν τα πειθαρχικά ιδρύματα ως τρόπο άμεσης και εξωτερικής εξουσίας. Σχολεία εργοστάσια, φυλακές, στρατόπεδα και νοσοκομεία αποτελούν χώρους όπου οι άνθρωποι υπόκεινται σε επιτήρηση και «εκπαίδευση» για να γίνουν πειθήνια υποκείμενα. Τα κράτη, οι θρησκείες και άλλοι θεσμοί ελέγχουν τα σώματα και τις πράξεις των ανθρώπων μέσα από αυστηρές δομές και σαφείς απαγορεύσεις. Η εξουσία είναι ορατή και προκαλεί φόβο. Πέρα από τα ιδρύματα όμως, ο Φουκώ εισάγει την έννοια του «πανοπτικού», ενός σχεδιασμού φυλακής που επιτρέπει τη συνεχή επιτήρηση των κρατουμένων, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν αν παρακολουθούνται. Αυτό ενσταλάζει μια αίσθηση αυτοπειθαρχίας και αυτοελέγχου στους ανθρώπους. Συμμορφώνονται γιατί γνωρίζουν ότι σε περίπτωση παρακολούθησης, αν δεν υπακούσουν, θα υποστούν τις προβλεπόμενες συνέπειες. Παρόμοια αναλογία εντοπίζουμε στο προφητικό έργο του Τζορτζ Όργουελ «1984» με την ύπαρξη του «Μεγάλου Αδερφού». 

Ο Φουκώ διαφωνεί με την παραδοσιακή αντίληψη της εξουσίας ως κάτι που απλώς καταστέλλει ή περιορίζει. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι η εξουσία είναι παραγωγική, δηλαδή δε λειτουργεί μόνο μέσω βίας και καταστολής, αλλά και μέσα από τη δημιουργία γνώσης, κανόνων και «κανονικοτήτων». Υποστηρίζει ότι η εξουσία διαμορφώνει ταυτότητες. Οι άνθρωποι πειθαρχούνται μέσω θεσμών, διαδικασιών και επιστημονικών κατηγοριοποιήσεων, όπως για παράδειγμα τι σημαίνει «φυσιολογικό» ή «παθολογικό». Σε συνδυασμό με μεταγενέστερα έργα του, ο στοχαστής συστήνει την έννοια της «βιοεξουσίας». Αναλυτικά, μας εξηγεί πως η εξουσία δεν εστιάζει πλέον μόνο στα σώματα (πειθαρχικές κοινωνίες) αλλά στη ζωή συνολικά. Από τον πληθυσμό, στη δημόσια υγεία, στην αναπαραγωγή και στη βιολογική λειτουργία των ανθρώπων. Οι σύγχρονες κοινωνίες ελέγχουν μέσω της διαχείρισης της ίδιας της ζωής, χρησιμοποιώντας επιστημονικές γνώσεις για να επιβάλλουν νόρμες στον πληθυσμό. Από την πειθαρχία βλέπουμε μια σταδιακή κίνηση στην κυβερνητικότητα, όπου οι εξουσίες δεν ελέγχουν μόνο μέσω θεσμών, αλλά μέσω πιο ευρύτερων πρακτικών, όπως η πολιτική οικονομία , οι πολιτικές και η εκπαίδευση. Η κυβερνητικότητα προϋποθέτει ότι τα άτομα θα αυτορρυθμίζονται, καθώς η εξουσία τους πείθει να ενεργούν για το «κοινό καλό» ή για το «δικό τους καλό». Αυτή η αυτορρύθμιση είναι κεντρική στη μετάβαση από τις πειθαρχικές κοινωνίες του Φουκώ στις κοινωνίες της απόδοσης του Χαν.

 

Η βία ως αυτοκαταπίεση

Σύμφωνα λοιπόν με τον Χαν Μπιούνγκ-Τσούλ, η σύγχρονη κοινωνία έχει μεταβεί από την άμεση καταστολή στην αυτοκαταπίεση, όπου η εξουσία δεν είναι πια εξωτερική αλλά εσωτερική. Στις κοινωνίες απόδοσης, οι άνθρωποι γίνονται οι ίδιοι οι «αφέντες» και «δούλοι» του εαυτού τους. Αντί να χρειάζονται μια εξωτερική δύναμη που να τους επιβάλλει κανόνες, αναλαμβάνουν να πιέζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους να γίνει πιο παραγωγικός, αποδοτικός και γιατί όχι «επιτυχημένος». Η αυτοεκμετάλλευση παρουσιάζεται ως μία νέα μορφή βίας, η οποία δεν είναι πια φανερή. Εμφανίζεται ως εσωτερική πίεση, ένα αίσθημα ανεπαρκούς αυτοπραγμάτωσης. Δεν υπάρχει ορατός καταπιεστής, μόνο η ανυπέρβλητη προσπάθεια  του ατόμου να πετύχει στόχους που θέτει η κοινωνία.

Πώς λειτουργεί ωστόσο η βία της αυτοκαταπίεσης; Η βία στις κοινωνίες της απόδοσης συνδέεται με την ιδεολογία της συνεχούς αυτοβελτίωσης και της «ελευθερίας». Ο Χαν εξηγεί, ότι η ελευθερία μετατρέπεται σε υποχρέωση, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά στην πραγματικότητα υποχρεώνονται να «βελτιώνονται» διαρκώς. Αυτή η ελευθερία δεν είναι απελευθερωτική, αλλά καταπιεστική. Η εξουσία γίνεται αυτοεξουσία. Το άτομο παρακολουθεί, αξιολογεί και τιμωρεί τον εαυτό του. Ένα παράδειγμα είναι η πίεση για υπερπαραγωγικότητα στην εργασία, η ανάγκη να φαίνεται κανείς «επιτυχημένος» στα κοινωνικά δίκτυα ή η εμμονή με την υγεία και τη φυσική κατάσταση. Στη θεωρία του Χαν όλα αυτά τα «υπέρ-» καταστρέφουν τον άνθρωπο, υπερπαραγωγικότητα, υπερκατανάλωση, υπερκόπωση και τα λοιπά. Η αυτοκαταπίεση οδηγεί σε μια νέα «παθολογία» της εποχής. Η αυξημένη κατάθλιψη, η μοναξιά, οι αυτοκτονίες και τα «burnouts», συμπτώματα ατόμων εξουθενωμένων, απομονωμένων από συλλογικές σχέσεις και αλληλεγγύη.  Η λογική του «μπορείς να πετύχεις τα πάντα αν προσπαθήσεις αρκετά» οδηγεί σε έναν αέναο αγώνα αυτοεπιβεβαίωσης, που καταλήγει σε εξάντληση και αυτοκαταστροφή.

Παραδείγματα αυτής της αόρατης βίας αποτυπώνονται στην εργασία, με τις νεοφιλελεύθερες οικονομίες να δουλεύουν υπερβολικά, όχι επειδή κάποιος τους εξαναγκάζει, αλλά γιατί αισθάνονται ότι πρέπει να αποδείξουν την αξία τους. Η παραγωγικότητα έχει καταφέρει να υπερτερήσει της ευημερίας σε όλα τα επίπεδα. Στα κοινωνικά δίκτυα, με την πίεση να δείχνεις μια «τέλεια ζωή», που οδηγεί σε άγχος και αυτοεκμετέλλευση. Εδώ, η συστηματική χρήση των ψηφιακών πλατφόρμων, τα «wearables» και όχι μόνο, ενισχύουν την κουλτούρα της απόδοσης, επιτρέποντας στους ανθρώπους να αυτοπαρακολουθούνται και να αξιολογούν τον εαυτό τους. Η συνεχής σύνδεση και η ανάγκη για επιτυχία στον ψηφιακό χώρο αυξάνει τη βία της αυτοεκμετάλλευσης. Στην αυτοβελτιώση, η βιομηχανία της ευεξίας, της γυμναστικής και της παραγωγικότητας ενισχύει την ιδέα ότι πρέπει να «γίνεις η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου». Η «βία της θετικότητας» που εισάγει ο Χαν, αποτελεί την απαίτηση να είμαστε χαρούμενοι συνεχώς, παραγωγικοί και επιτυχημένοι χωρίς να αφήνει περιθώρια για αποτυχία ή αδυναμία. 

Η αόρατη αυτή βία είναι πιο ύπουλη από την παραδοσιακή βία γιατί είναι αρχικά αυτοεπιβαλλόμενη. Δε φαίνεται να υπάρχει θύτης, άρα είναι δυσκολότερο να την αναγνωρίσεις, πόσο μάλλον να αντισταθείς σε αυτή. Εμφανίζεται ως ελευθερία, το άτομο πιστεύει ότι ενεργεί ελεύθερα, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγει τις πιέσεις της κοινωνίας. Τέλος, είναι διαρκής, ενώ η άμεση καταστολή μπορεί να έχει όρια, η αυτοκαταπίεση δεν σταματά, γιατί προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο. Ωστόσο, η εσωτερική βία δεν καταργεί τη φυσική ή τη πολιτική βία αλλά συχνά τη συγκαλύπτει. Χαρακτηριστικά γεγονότα κλασικών μορφών βίας είναι η ανισότητα, η φτώχεια και οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, που παραμένουν ενεργές, αν και συχνά αποσιωπούνται.

Η σύγκριση των δύο στοχαστών αποκαλύπτει ότι η εξουσία δεν χάνει ποτέ τη δύναμή της, αλλά προσαρμόζεται στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Στον πυρήνα αυτής της αλλαγής βρίσκεται το άτομο, που μετατρέπεται από θύμα πειθαρχίας σε θύμα της ίδιας του της επιθυμίας να «γίνει καλύτερο». Ενώ η εξουσία του Φουκώ προκαλεί φόβο και υποταγή, η εξουσία του Χαν γεννά άγχος, εξάντληση και αποξένωση.

 

Η πρόκληση

Η πρόκληση για τη σύγχρονη κοινωνία είναι να αναγνωρίσει την αόρατη βία της αυτοκαταπίεσης, να κατανοήσει ότι δεν υπάρχει πραγματική ελευθερία όταν η πίεση για επιτυχία και απόδοση πηγάζει από το ίδιο το άτομο. Η επίγνωση αυτής της κατάστασης μπορεί να είναι το πρώτο βήμα για τη δημιουργία νέων μορφών ύπαρξης, λιγότερο εξουθενωτικών και περισσότερο συλλογικών.

Πηγές:

Ελένη, Χ. (2005). Η βία ως κοινωνικό πρόβλημα.

Χαραλάμπους, Ε. (2005). Βία και Κοινωνική Δικαιοσύνη. Ηθική. Περιοδικό φιλοσοφίας, (1), 46-51.

https://coilink.org/20.500.12592/wtjfgd on 15 Nov 2024.

COI: 20.500.12592/wtjfgd.

Chomsky, N. (2003). Γιατί βία. Φιλόλογος, (110), 503-525.

Foucault, M. (1978).  The History of Sexuality. Translation of Histoire de la sexualité. Random House, Inc.

Han, B.-C. (2015). The Burnout Society. Stanford University Press. (English vers)

https://socialpolicy.gr/2019/01/%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B2%CE%AF%CE%B1-%CE%BF%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82.html