Scroll Top

Ανθρωποκτονία ή Γυναικοκτονία;

γυναικοκτονια

Γράφει η Μιχαέλα Θεμιστοκλέους, απόφοιτη Ψυχολογίας

Ο όρος ανθρωποκτονία αναφέρεται στη “δολοφονία ενός ανθρώπινου όντος από ένα άλλο πρόσωπο” και συνεπώς νοείται ουδέτερη προς το φύλο και ισχύει τόσο για τα θηλυκά όσο και για τα αρσενικά θύματα.

Από την άλλη, ο όρος «γυναικοκτονία» είναι η δολοφονία γυναικών από άνδρες με μισογυνηστική αντίληψη, που έχουν ως κίνητρο το μίσος, την περιφρόνηση, την ευχαρίστηση ή την αίσθηση ιδιοκτησίας της γυναίκας. Γεννήθηκε μέσα στα κοινωνικά πλαίσια μιας πατριαρχικής δομής που υπονομεύει τη γυναικεία φύση.

Στατιστικά οι άνδρες γίνονται συχνότερα θύματα ανθρωποκτονιών απ’ ότι οι γυναίκες, σπάνια ωστόσο δολοφονούνται απλώς και μόνο επειδή είναι άνδρες. Στους πατριαρχικούς πολιτισμούς, όπου οι άνδρες κυριαρχούν και οι γυναίκες είναι υποταγμένες, η γυναικοκτονία καταλήγει να αποτελεί απόρροια της κοινωνικής και πολιτικής κατασκευής της αρρενωπότητας, επιθετικής και ενεργητικής, και της θηλυκότητας, δεκτικής και υπάκουης.

Υπάρχουν πολυάριθμοι διακριτοί τύποι γυναικοκτονιών, όπως η «γυναικοκτονία εντός γάμου», η «γυναικοκτονία από αγνώστους», η «ομοφοβική γυναικοκτονία» (όπως η δολοφονία λεσβιών γυναικών) και η «ρατσιστική γυναικοκτονία» (όπως όταν μαύρες γυναίκες σκοτώνονται από λευκούς άνδρες). Ο όρος γυναικοκτονία μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις όπου γυναίκες πεθαίνουν από ακατάλληλες και μη ασφαλείς αμβλώσεις, όταν θηλυκά βρέφη σκοτώνονται σε μεγαλύτερο ποσοστό από τα αρσενικά επειδή είναι ανεπιθύμητα ή όταν θηλυκά νήπια λιμοκτονούν ή παραμελούνται. Ωστόσο, κρίνεται απαραίτητο να τονιστεί, πως η περιγραφή των παραπάνω διευκρινιστικών όρων δεν αποτελούν κομμάτι κάποιου επίσημου νομικού πλαισίου παρά κοινωνικού, σε επίπεδο χρήσης της λαϊκής γλώσσας. Όσον αφορά το νόμο, ο όρος ανθρωποκτονία παραμένει σε χρήση, καθώς σπάνια τον ενδιαφέρει το κίνητρο. Στο τελευταίο δίνεται προσοχή μόνο δικαστικά.

Για να δημιουργηθεί και να χρησιμοποιηθεί ως έννοια ο όρος γυναικοκτονία οι ερευνητές έχουν ακολουθήσει διαφορετικές προσεγγίσεις για την ανάλυση της. Συγκεκριμένα:
Σύμφωνα με την φεμινιστική προσέγγιση, έμφαση δίνεται στη σύσταση της πατριαρχικής κοινωνίας, δηλαδή μιας κοινωνίας στην οποία είναι επικρατέστερη η κυριαρχία των ανδρών αλλά ταυτόχρονα οι γυναίκες γίνονται υποχείρια και καταπιέζεται η θηλυκή τους υπόσταση, με τις εξαιρέσεις να σκοτώνονται για «παραδειγματισμό». Οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι, εκτός από το ότι γίνονται αποδεκτές, από την κοινότητα, οι συμπεριφορές διακρίσεων σε βάρος των γυναικών, είναι επίσης βαθιά ριζωμένες και εκδηλώνονται μέσω όλων των κοινωνικών θεσμών. Η εξουσία είναι ο πυρήνας της πατριαρχίας και όταν η εξουσία κατανέμεται άνισα μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι άνδρες χρησιμοποιούν τη βία ως τακτική για να διατηρήσουν τον έλεγχο επί των γυναικών.
Ειδικά μετά τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1993 που επιβεβαίωσε ότι η βία κατά των γυναικών αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της θεμελιώδους ελευθερίας των γυναικών, η γυναικοκτονία έχει επίσης αναδειχθεί ως μία ύψιστη μορφή βίας που στοχεύει το γυναικείο πληθυσμό.

Η αποαποικιακή προσέγγιση των γυναικοκτονιών έχει επίσης προωθηθεί, ιδίως όσον αφορά τα «εγκλήματα οικογενειακής τιμής» ιδίως στο πλαίσιο των χωρών της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και το εξωτερικό κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο στις χώρες αυτές συμβάλλουν στην αθώωση των δραστών των γυναικοκτονιών, ενώ τα θύματα συχνά κατηγορούνται για τα εγκλήματα και ενίοτε υφίστανται βαρύτατες ποινές ως αποτέλεσμα αυτών. Έτσι, τα εγκλήματα κατά των γυναικών θεωρούνται ιδιωτικά και όχι δημόσια ζητήματα και οι θύτες γλιτώνουν από τη δίωξη για τα εγκλήματά τους κατά των γυναικών.

Εν κατακλείδι, η αναγνώριση και η κατανόηση του όρου «γυναικοκτονία» συμβάλλει στην αντιμετώπιση των υποκείμενων κοινωνικών ζητημάτων, όπως ο μισογυνισμός και η ανισότητα των φύλων, που συμβάλλουν στην επιτηδευμένη βία κατά των γυναικών. Επιτρέπει πιο εστιασμένες στρατηγικές πρόληψης, πολιτικές και συστήματα υποστήριξης για την καταπολέμηση της έμφυλης βίας και την προστασία των ανήλικων κοριτσιών και γυναικών.

 

Πηγή:

https://doi.org/10.1177/0011392115622256