Γράφει η Σταυρούλα Τζίμου
Υπάρχουν ταινίες τόσο άβολες και αληθινές που το μόνο που μπορείς να κάνεις μόλις τελειώσουν είναι να σκεφτείς. Η ¨ Miss Violence ¨, του Αλέξανδρου Αβρανά, είναι μια ταινία που είναι ευκολότερο να μιλάς ή να γράφεις γι’ αυτήν, παρά να πατήσεις το κουμπί της έναρξης.
Ξεκινούν όλα ήδη από την πρώτη σκηνή. Νιώθεις να πνίγεσαι μέσα σε ένα φόντο οριακά άχρωμο, μια οικογένεια που γιορτάζει τα γενέθλια της 11χρονης Αγγελικής, η οποία σβήνει τα κεράκια της, και υπό τον ήχο του “Dance me to the end of love” αυτοκτονεί πέφτοντας στο κενό. Η κάμερα ακολουθεί τα υπόλοιπα μέλη για τις επόμενες μέρες και αποκαλύπτεται μια αλήθεια νοσηρή που μας ταράζει, όμως δεν μας εκπλήσσει. Ένας πατέρας παθολογικά εξουσιαστικός, μια σύζυγος υποτακτική και συνένοχη και δύο παιδιά ανήμπορα ανέκφραστα. Οι θεατές έρχονται αντιμέτωποι με την υποκρισία και την επίφαση της κανονικότητας που επικρατεί στην οικογένεια. Εξωτερικά, η οικογένεια φαίνεται φυσιολογική και συγκροτημένη, όμως, καθώς η ιστορία ξετυλίγεται, οι πληγές και οι διαστροφές της γίνονται εμφανείς. Οι αργοί ρυθμοί και η έμφαση στη σιωπή και τις μικρές κινήσεις των χαρακτήρων κάνουν τη βία πιο υποδόρια και υπαινικτική. Η σταδιακή αποκάλυψη της αλήθειας δημιουργεί ένα αίσθημα φρίκης που κορυφώνεται προς το τέλος της ταινίας. Ένα τέλος αμφιλεγόμενο και σκοτεινό, καθώς η διαφυγή από τον κύκλο της βίας δεν είναι ξεκάθαρη, αφήνοντας ανοιχτά ερωτήματα για τη δυνατότητα απελευθέρωσης των θυμάτων από την καταπίεση. Το γεγονός ό,τι η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα δεν αποτελεί έκπληξη, δυστυχώς.
Η ¨ Miss Violence ¨ μάς υπενθυμίζει όσα ήδη γνωρίζουμε, αλλά αγνοούμε. Ευθεία βολή προς την παράδοση της πατριαρχικής δομής της οικογένειας, όπου τα προβλήματα συχνά κρύβονται «κάτω από το χαλί» για να διατηρηθεί η κοινωνική υπόληψη. Πώς φτάσαμε στο σημείο να μην γνωρίζουμε ούτε το όνομα του γείτονα μας; Να βλέπουμε μια γυναίκα κακοποιημένη και να μην την βοηθάμε; Να μην αναρωτιόμαστε γιατί ένα παιδί αντιδράει βίαια ή έχει αυτοκαταστροφικές τάσεις; Να μην ρωτάμε τον άνδρα εάν αντέχει να είναι κάθε μέρα στήριγμα για όλη την οικογένεια; Ο καθένας μας κουβαλάει το δικό του φορτίο, ένα φορτίο αόρατο στο γυμνό μάτι. Στεκόμαστε στην εικόνα, τα ακριβά ρούχα, τα γρήγορα αμάξια, τα καλοχτενισμένα μαλλιά, το επιτηδευμένο ισχυρό προφίλ και προσπερνάμε το παγωμένο χαμόγελο, το κενό βλέμμα, την μηχανική «καλημέρα». Και ρωτάω ξανά, πώς φτάσαμε ως εδώ; Τι μας έχει οδηγήσει σε αυτή την παραδοχή της αποξένωσης ως φυσιολογική;
Γιατί δεν μας σοκάρει πλέον η βία;
Το φαινόμενο αυτό από μόνο του είναι προβληματικό και απογοητευτικό. Η υπερβολική έκθεση, η αποστασιοποίηση και η απώλεια της συναισθηματικής μας αντίδρασης απέναντι σε κάθε μορφής βίας δημιουργεί ανθρώπους χωρίς ενσυναίσθηση. Με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα να προβάλλουν συνεχώς εικόνες βίας, είτε πρόκειται για ειδήσεις, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια ή ακόμα και περιεχόμενο που κυκλοφορεί στα social media, αυτή η συνεχής ροή εικόνων βίας οδηγεί σε μια απομυθοποίηση του σοκ που προκαλεί η βία. Με την ποπ κουλτούρα να ρομαντικοποιεί κακοποιητικές και παραβατικές συμπεριφορές, οι νέοι θεωρούν τη βία ως μέσο ψυχαγωγίας. Ο σύγχρονος κόσμος είναι γεμάτος από πληροφορίες για συγκρούσεις, πολέμους, εγκληματικότητα και βία. Όταν κάτι φαίνεται να είναι αμετάβλητο και συνεχώς παρόν, ο άνθρωπος συνηθίζει στην ιδέα ότι απλώς «αυτά τα πράγματα συμβαίνουν» και σταματάει να αντιδρά συναισθηματικά. Αν και αυτό μπορεί να λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός για να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες του σύγχρονου κόσμου, μπορεί επίσης να μας κάνει να χάσουμε την ικανότητα να αναγνωρίζουμε την πραγματική διάσταση της ανθρώπινης οδύνης. Και κάπου στο σημείο αυτό αντιλαμβανόμαστε ό,τι έχουμε πάρει λάθος δρόμο.
Η ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά παρουσιάζει με τρόπο αριστουργηματικό, όχι μόνο την σιωπηρή ανοχή-παραδοχή της βίας ως φυσιολογική, αλλά και τις τραγικές συνέπειες της αθόρυβης βίας. Ο άξονας γύρω από τον οποίο ξετυλίγεται η ιστορία είναι η κατάχρηση της εξουσίας και της δύναμης στο οικογενειακό περιβάλλον. Παρακολουθούμε ένα μοτίβο διαρκής καταπίεσης και κακοποίησης από τον «αρχηγό», ο οποίος ελέγχει κάθε πτυχή της ζωής των υπολοίπων μελών της οικογένειας χρησιμοποιώντας ψυχολογική και σωματική βία. Η Αγγελική ζει σε ένα περιβάλλον όπου δεν έχει κανέναν να στραφεί για βοήθεια. Η απόλυτη έλλειψη ελπίδας και προοπτικής διαφυγής από αυτόν τον καταπιεστικό κύκλο είναι ένας από τους βασικούς λόγους που την οδηγεί να καταφύγει στην αυτοκτονία ως την μόνη της επιλογή για να δώσει τέλος στη δυστυχία της.
Ο φαύλος κύκλος της κακοποίησης πολλές φορές οδηγεί σε ακραίες λύσεις. Η σιωπή δεν είναι λύση. Η κανονικοποίησή της επηρεάζει τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε θέματα, όπως η ενδοοικογενειακή βία, και σταδιακά δημιουργεί την αίσθηση ό,τι αυτά τα φαινόμενα είναι απλώς μέρος της ζωής και όχι προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Δεν μπορούμε να αγνοούμε τις συνέπειες στην ψυχική υγεία των θυμάτων, ούτε να παραγνωρίζουμε την ψυχική νοσηρότητα του θύτη. Η βία δεν έχει καμία δικαιολογητική βάση για να στηριχθεί. Σε κάθε της μορφή αποτελεί απειλή και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Στην εποχή που όλα φαίνονται να παίρνουν την λάθος στροφή, εσύ διάλεξε την σωστή!